- γριπάρης
- ο , γριπάρισσα η1) рыболов, рыбак (с сетью, неводом); владелец сети, невода; 2) плетельщик, -ца сетей
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γριπάρης — και γρυπάρης ο [γρίπος ή γρύπος] 1. ο γριπεύς, αυτός που ψαρεύει με γρίπο 2. αυτός που κατασκευάζει γρίπους … Dictionary of Greek
γριπάρης — ο θηλ. ισσα αυτός που ψαρεύει με γρίπο ή κατασκευάζει γρίπους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γρυπάρης — Επώνυμο δύο Ζακύνθιων αγιογράφων. 1. Αλέξανδρος (αρχές 18ου αι.). Σώζονται διάφορα έργα του, μεταξύ των οποίων Η κοίμησις της Θεοτόκου (1717) στον ναό της Θεοτόκου της Κουντουνιώτισσας, στο χωριό Τραγιάκι της Ζακύνθου, Ο Σισώης ενώπιον του τάφου… … Dictionary of Greek